ἀραιότατα

ἀραιότατα
ἀραῑότατα , ἀραῖος
prayed to
adverbial superl
ἀραῑότατα , ἀραῖος
prayed to
neut nom/voc/acc superl pl
ἀραῑότατα , ἀραῖος
prayed to
adverbial superl
ἀραῑότατα , ἀραῖος
prayed to
neut nom/voc/acc superl pl
ἀραιός
thin
adverbial superl
ἀραιός
thin
neut nom/voc/acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀραιοτάτας — ἀραῑοτάτᾱς , ἀραῖος prayed to fem acc superl pl ἀραῑοτάτᾱς , ἀραῖος prayed to fem gen superl sg (doric aeolic) ἀραῑοτάτᾱς , ἀραῖος prayed to fem acc superl pl ἀραῑοτάτᾱς , ἀραῖος prayed to fem gen superl sg (doric aeolic) ἀραιοτάτᾱς ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην …   Dictionary of Greek

  • νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …   Dictionary of Greek

  • σέλας πολικό — Φωτεινό φαινόμενο της ανώτερης ατμόσφαιρας, το οποίο εμφανίζεται ως φεγγοβολή, κυρίως στις περιοχές του βόρειου και νότιου Πόλου. Τα πολικά σέλα παρουσιάζονται πάντοτε με πολύ διαφορετικούς χρωματισμούς και σχήματα: άλλοτε έχουν έντονο και λαμπρό …   Dictionary of Greek

  • καμβάς — ο (λ. γαλλ.), χοντρό ύφασμα, που είναι πλεγμένο αραιότατα και χρησιμεύει ως βάση για κεντήματα, τάπητες κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”